Με ψυχραιμία αντιμετωπίζει το οικονομικό επιτελείο την επικείμενη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ που αναμένεται να ανακοινωθεί στη συνεδρίαση του Νομισματικού Συμβουλίου της Πέμπτης θεωρώντας ότι το ελληνικό χρέος είναι επαρκώς «οχυρωμένο» και ικανό να απορροφήσει τις όποιες πιέσεις.
Τα… ατού
«Ασπίδα» στη νευρικότητα της αγοράς είναι το γεγονός ότι το ελληνικό χρέος έχει μέσο χρόνο πληρωμής τα 21 χρόνια, τα 242 δισ. ευρώ από τα 355 δισ. ευρώ χρέους είναι στα χέρια του επίσημου τομέα (δηλαδή στα χέρια των ευρωπαϊκών θεσμών) και είναι «κλειδωμένα» σε χαμηλά επιτόκια και οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες είναι φέτος, αλλά και για τα επόμενα χρόνια κάτω από το 15% του ΑΕΠ. Υπενθύμιζαν επίσης ότι ακόμη και αν η νευρικότητα είναι έντονη και οι αποδόσεις αυξηθούν στο 4%-4,5% ή και το 5%, η Ελλάδα θεωρητικά μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της με τη χρήση των ταμειακών διαθεσίμων για τα επόμενα τρία χρόνια.
Επίδομα ρεύματος: Δημοσιεύτηκε το ΦΕΚ – Πότε ξεκινούν οι αιτήσεις για το Power Pass έως 600 ευρώ
Σε σχετική ερώτηση στο πλαίσιο συνέντευξής του στο ΣΚΑΪ, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, τόνισε ότι το ελληνικό χρέος δεν θα έχει πρόβλημα χρηματοδότησης για τα επόμενα 4-5 χρόνια, ανεξάρτητα από την αύξηση των επιτοκίων που είναι βέβαιο ότι θα κάνει η ΕΚΤ. Παραδέχθηκε, πάντως, ότι με την άνοδο των αποδόσεων θα δυσκολέψει και αυτή ακόμη η μικρή εκδοτική δραστηριότητα της Ελλάδας που είναι από το 2020 της τάξης των 12 – 14 δισ. ευρώ το χρόνο. Τόνισε, επίσης, ότι η αύξηση των παρεμβατικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα σημάνει και την αύξηση τους κόστους δανεισμού από τις εμπορικές τράπεζες προς τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες. Τόνισε, πάντως, ότι ειδικά για το θέμα των επενδύσεων, όσες επιχειρήσεις έχουν ένα συγκεκριμένο επενδυτικό σχέδιο θα έχουν την ευκαιρία να το υλοποιήσουν κάνοντας χρήση των χαμηλότοκων δανείων (το επιτόκιο είναι σήμερα 0,35%) του Ταμείου Ανάκαμψης, που φτάνονταν τα 12,7 δισ. ευρώ για την περίοδο μέχρι και τα μέσα του 2026. Πάντως, άλλες πηγές του ΥΠΟΙΚ τόνιζαν ότι δεν θα πρέπει να αποκλείεται ανάμεσα στις δύο αυξήσεις επιτοκίων (εκτιμάται ότι η πρώτη θα γίνει Ιούλιο και η δεύτερη Σεπτέμβριο) να επιχειρηθεί έξοδος στις αγορές, εάν οι συνθήκες το επιτρέψουν.