97 χρόνια από τις εκτελέσεις καταχραστών δημόσιου χρήματος… [εικόνες]

Την προηγούμενη Κυριακή συμπληρώθηκαν ενενήντα επτά χρόνια από τις 27 Νοεμβρίου 1925, όταν στην πρωτεύουσα εξελίσσονται πρωτοφανείς σκηνές, με δημόσιους απαγχονισμούς καταχραστών δημόσιου χρήματος, παρουσία χιλιάδων θεατών.

Εκείνη την περίοδο η χώρα ταλανίζεται ακόμα από τις κατακλυσμιαίες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Εκατομμύρια ξεριζωμένοι πρόσφυγες προσπαθούν να βρουν τον δρόμο τους στη νέα σκληρή πραγματικότητα, ενώ εξίσου τραγικά είναι τα πράγματα στην πολιτική σκηνή, όπου μέσα σε μόλις τρία χρόνια εναλλάσσονται στην εξουσία δέκα «ασθενείς» κυβερνητικοί σχηματισμοί. Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα αποσύνθεσης, τα ηνία της χώρας αναλαμβάνει με πραξικόπημα, στις 20 Ιουνίου 1925, ο στρατιωτικός Θεόδωρος Πάγκαλος. Ενα μόλις μήνα μετά, επιχειρώντας να εξευμενίσει το ταραγμένο δημόσιο αίσθημα και να τονίσει ότι η διακυβέρνησή του θα είναι σκληρή σε ζητήματα δημόσιου συμφέροντος, ψηφίζει νομοθετικό διάταγμα σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται στους καταχραστές δημόσιου χρήματος η θανατική ποινή δι’ απαγχονισμού, με αναδρομική μάλιστα ισχύ.

Η ευκαιρία απόδειξης της αποφασιστικότητάς του έρχεται τρεις μήνες μετά, τον Οκτώβριο, όταν στο ειδώλιο του Α’ Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών κάθονται 21 κατηγορούμενοι (τρεις στρατιωτικοί, ένας πρώην στρατιωτικός, ένας αστυνομικός και δεκαέξι πολίτες) επειδή «…διά πλαστογραφιών, απατών και άλλων αθέμιτων μέσων, αφήρεσαν από το Ελληνικόν Δημόσιον άνω των 23 εκατομμυρίων δραχμών».

Η ομάδα των κατηγορουμένων που αποτελούνταν από αξιωματικούς της διαχείρισης, ανώτερους υπάλληλους της Επιτροπής Απαιτήσεων Μικράς Ασίας, δακτυλογράφους, δικηγόρους και εμπόρους, λειτουργούσε ως εξής: Πλαστογραφούσαν άτομα που διεκδικούσαν αποζημιώσεις για τις χαμένες τους περιουσίες στη Μικρά Ασία και εισέπρατταν οι ίδιοι τα ποσά. Εν συνεχεία πλαστογραφούσαν επιταγές της Επιτροπής Απαιτήσεων και τις έδιναν στις τράπεζες ή άλλοτε ενέκριναν ως Επιτροπή Απαιτήσεων φανταστικές αποζημιώσεις.

Η αποκάλυψη της δράσης της σπείρας προκαλεί οργή όχι τόσο στους συνηθισμένους σε αυτές τις πρακτικές πολίτες, αλλά στους στρατιωτικούς που θεωρούν αυτές τις πρακτικές προδοτικές. Αλλωστε έχουν προηγηθεί δύο αντίστοιχες δίκες καταχραστών, με τον πρώτο υπόδικο να αυτοκτονεί στη φυλακή, ενώ στον δεύτερο επιβάλλονται ισόβια. Ομως, η τρίτη δίκη της σειράς των «κλεμμένων» διεξάγεται κάτω από εντελώς διαφορετικό κλίμα.

Διαρκεί πάνω από πέντε εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων καταθέτουν σχεδόν εκατόν πενήντα μάρτυρες κατηγορίας, το ενδιαφέρον του κοινού παραμένει αμείωτο και οι εφημερίδες αφιερώνουν καθημερινά πολλές στήλες για τα τεκταινόμενα σε αυτή. Παρότι τα στοιχεία ενοχής είναι αδιάσειστα και οι στρατοδίκες αποτελούν σκληρούς υποστηρικτές του παγκαλικού καθεστώτος, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τελικά οι κατηγορούμενοι δεν θα αντιμετωπίσουν την κρεμάλα, με σημαντικότερο επιχείρημα ότι το έγκλημα έχει προηγηθεί της ψήφισης του επίμαχου νόμου.

Σε αυτό το πλαίσιο κινείται η ανακοίνωση του Δικηγορικού Συλλόγου και η δήλωση του νομικού και πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Δεμερτζή: «Η καταδίκη σε ποινές μη θεσμοθετημένες κατά τον χρόνο τελέσεως του αδικήματος είναι στίγμα κατά του πολιτισμού και όνειδος προς την ανθρωπότητα. Η δε καταδίκη σε θάνατον αποτελεί έγκλημα».

Οι τελευταίες στιγμές

Στις 24 Νοεμβρίου εκδίδεται η καταδικαστική σε θάνατο απόφαση του στρατοδικείου για τους αντισυνταγματάρχες Διονύσιο Δρακάτο και Ιωάννη Ζαφειρόπουλο και τον μεγαλέμπορο Αριστείδη Αϊδινλή, παρά την επιθυμία του προέδρου του δικαστηρίου περί μη εκτέλεσης της ποινής διότι «…εις άπαντα τα πεπολιτισμένα κράτη δεν εφαρμόζεται η εσχάτη των ποινών». Το μόνο που καταφέρνουν οι πιέσεις προς τον δικτάτορα είναι να δοθεί χάρη στον Αϊδινλή, διότι συνελήφθη σε γαλλικό έδαφος όπου δεν ίσχυε η θανατική ποινή.

Είναι ξημερώματα της Παρασκευής 27 Νοεμβρίου όταν στο Γουδί φτάνουν από τις φυλακές της Παλαιάς Στρατώνας οι δύο μελλοθάνατοι, όπου τους περιμένει μια ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π, με δύο κρεμάλες στη μέση, ενώ περιμετρικά του χώρου βρίσκονται χιλιάδες περίεργοι για να παρακολουθήσουν το «θέαμα». Ο Ζαφειρόπουλος αφήνει κάποια κλειδιά και ένα ρολόι για τη μητέρα του, ενώ ο Δρακάτος αρνείται να πει οτιδήποτε.

Ανεβαίνουν με δεμένα τα χέρια στο ικρίωμα όπου ο δήμιος (αμείβεται για την «εργασία» του με 500 δρχ.) καλύπτει το κεφάλι τους με λευκή κουκούλα και εν συνεχεία περνά τον βρόχο στον λαιμό τους: «Ο δήμιος κατέρχεται τας βαθμίδας τρέμων και κάτωχρος και αυτός». Είναι 9:21 ακριβώς όταν ακούγεται η εντολή «Σύρατε» και οι στρατιώτες σπρώχνουν τις βάσεις που ακουμπούν τα δύο σώματα που αφήνονται πλέον αιωρούμενα στο κενό. Εν συνεχεία ο ιατροδικαστής επιβεβαιώνει τους θανάτους και συντάσσει έκθεση, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος του Δρακάτου «επήλθε ακαριαίως, ο δε του Ζαφειροπούλου, λόγω κακής εφαρμογής του βρόχου, μετά τινά λεπτά εξ εγκεφαλικής υπεραιμίας».

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε εάν το επιθυμείτε ΑΠΟΔΟΧΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ