Ομοφοβικό περιστατικό σε beach bar στα Μυκονιάτικα της Νέας Καλλικράτειας, στη Χαλκιδική, καταγγέλλει ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων ανδρών που βρέθηκε εκεί την περασμένη Κυριακή.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην καταγγελία που έγινε στο περιοδικό Antivirus, το ζευγάρι δέχθηκε την όχληση δύο ατόμων: το ένα ισχυρίστηκε ότι ήταν ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης και το άλλο στέλεχος του Λιμενικού Σώματος.
Όπως είπαν στο ζευγάρι, έγιναν αποδέκτες παραπόνων από άλλους πελάτες – λουόμενους του beach bar για ανάρμοστη συμπεριφορά που επεδείκνυαν οι δύο άνδρες, η οποία όπως είπαν σύμφωνα με την καταγγελία συνιστά προσβολή της δημοσίας αιδούς. Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, «όντας ζευγάρι, απολαμβάναμε τη θάλασσα έχοντας ταυτόχρονα τις τρυφερές μας στιγμές, όπως άλλωστε και πολλά στρέιτ ζευγάρια γύρω μας».
Η Voria.gr επικοινώνησε με εργαζόμενη της επιχείρησης που εξυπηρέτησε το ζευγάρι. Σύμφωνα με την ίδια «εξυπηρέτησα το ζευγάρι και μέχρι να μπει στη θάλασσα όλα ήταν καλά. Όταν μπήκαν στη θάλασσα δεν φέρονταν τρυφερά ο ένας στον άλλο όπως αναφέρουν αλλά ερωτοτροπούσαν υπερβολικά. Τους έγινε μια ευγενική σύσταση, όπως θα γίνονταν σε ένα straight ζευγάρι που θα έκανε το ίδιο αφού στοπν χώρο υπάρχουν οικογένειες και παιδιά, ωστόσο αντέδρασαν πολύ έντονα και επιθετικά. Όταν τους είπαμε ότι αυτό που κάνουν είναι προσβολή της δημοσίας αιδούς και μπορεί να γίνει καταγγελία στην αστυνομία τότε αποχώρησαν».
Η καταγγελία:
«Την Κυριακή 21/8/22 βρεθήκαμε ως γκέι ζευγάρι στο Aloha beach bar στα Μυκονιάτικα της Νέας Καλλικράτειας Χαλκιδικής. Προφανώς, όντας ζευγάρι, απολαμβάναμε τη θάλασσα έχοντας ταυτόχρονα τις τρυφερές μας στιγμές, όπως άλλωστε και πολλά στρέιτ ζευγάρια γύρω μας.
Μετά όμως από αρκετές ώρες παρουσίας μας στο bar, και ενώ όλα έδειχναν να κυλούν φυσιολογικά, άξαφνα, καθώς βρισκόμασταν μέσα στη θάλασσα, αντιληφθήκαμε έναν άνδρα να μας καλεί επίμονα και με επιθετικό τόνο “να πάμε λίγο έξω για να μας πει”. Αμέσως, υποψιαστήκαμε ότι ίσως ερχόμασταν αντιμέτωποι με ομοφοβική συμπεριφορά, επομένως αρνηθήκαμε για αρχή. Βλέποντας βέβαια ότι το συνεχίζει, αποφασίσαμε να βγούμε και να ρωτήσουμε τι ακριβώς ήθελε από εμάς. Εκείνος αρνούνταν να μας το πει στην παραλία, ενώπιον των άλλων λουόμενων-πελατών, και μας ζήτησε να τον ακολουθήσουμε ακόμη πιο “έξω”. Εξυπακούεται ότι δε συγκαταθέσαμε να απομονωθούμε με έναν άγνωστο και του είπαμε πως ό,τι έχει να μας πει να το πει εκεί μπροστά, γιατί δεν έχουμε κάτι να κρύψουμε ή για το οποίο να απολογηθούμε. Τον καλέσαμε, λοιπόν, να μας φανερώσει την ιδιότητα με την οποία διαταράσσει την ησυχία μας.
Σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι το “μαζευτείτε”, που ειπώθηκε από αμφότερους, δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ εάν σήμαινε να παραμείνουμε σταματώντας την όποια τρυφερότητα έκριναν οι ίδιοι ανάρμοστη ή να φύγουμε από το μαγαζί. Εμείς πάντως επιλέξαμε αμέσως το δεύτερο, γιατί θεωρήσαμε πως η φυσικότητα και η ασφάλειά μας είχαν πλέον διακυβευτεί. Πόσο μάλλον όταν οι δύο αυτόκλητοι εγγυητές της “τάξεως και της ηθικής” απομακρύνθηκαν μεν, αλλά συνέχισαν να μας κοιτούν επίμονα μιλώντας στα τηλέφωνά τους, οπότε εμείς νιώσαμε ιδιαίτερη ανασφάλεια και για το τι θα μπορούσε να μας περιμένει εκτός μαγαζιού.
Κατά τη διάρκεια της όλης σκηνής, οι γύρω πελάτες παρέμεναν σιωπηλοί, όμως μετά τη λήξη της δύο γυναίκες μας πλησίασαν και μας εξέφρασαν τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη τους, παράλληλα με τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στο μαγαζί για το συμβάν. Τις ευχαριστούμε για αυτό. Δηλώνουμε, τέλος, πως εμείς προβαίνουμε στην κοινοποίηση του συμβάντος, επειδή δε θα θέλαμε κανένα άλλο άτομο, ζευγάρι κ.ο.κ. να υποστεί ρατσιστική διάκριση στο εν λόγω, και σε αντίστοιχα με αυτό, περιβάλλοντα. Οφείλουμε να γνωρίζουμε ποιοι χώροι είναι ασφαλείς και ποιοι όχι για όλους ανεξαιρέτως και να προβληματιζόμαστε για το κατά πόσο οι αστυνομικές αρχές του τόπου, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εκπροσωπούνται από τον φερόμενο ως “λιμενικό”, μεριμνούν για την ισοτιμία όλων των πολιτών και δεν την ερμηνεύουν κατά το δοκούν ανάλογα με προσωπικές ή οικονομικές τους συμπάθειες».